πίστι

πίστι
πίστις
trust
fem voc sg
πίστῑ , πίστις
trust
fem dat sg (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πίσθ' — πίστι , πίστις trust fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίστ' — πίστι , πίστις trust fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίστις — πίστῑς , πίστις trust fem acc pl (epic doric ionic aeolic) πίστις trust fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλαμβάνω — (AM καταλαμβάνω) 1. γίνομαι κύριος ενός πράγματος με βίαιο τρόπο, κατακτώ (α. «ο στρατός κατέλαβε καίριες θέσεις» β. «κατέλαβε τὴν ἀκρόπολιν», Θουκ.) 2. παίρνω κάτι στην κυριότητά μου, εξουσιάζω (α. «κατέλαβε την καρδιά της» β. «κατέλαβον τὴν τοῡ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”